- ἀλκτήρ
- ἀλκτήρ1 helper against, protector from c. gen.
Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αλκτήρ — ἀλκτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αποκρούει, απομακρύνει, αποσοβεί, προστατεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άλαλκε. ΠΑΡ. αρχ. ἀλκτήριος] … Dictionary of Greek
ἀλκτήρ — one who wards off masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκτῆρα — ἀλκτήρ one who wards off masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκτῆρας — ἀλκτήρ one who wards off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκτῆρες — ἀλκτήρ one who wards off masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek
αλκτήριος — ἀλκτήριος, ον (Α) [ἀλκτήρ] 1. βοηθητικός, ανακουφιστικός, θεραπευτικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ἀλκτήριον φάρμακο, αντίδοτο, αντιφάρμακο … Dictionary of Greek